- υπερπίεση
- η, Ν1. φυσ. α) πίεση που υπερβαίνει ένα καθορισμένο σημείο ή μια πίεση αναφοράςβ) η ποσότητα κατά την οποία η τιμή μιας πίεσης υπερβαίνει την καθορισμένη τιμή ή την τιμή τής πίεσης αναφοράς2. ιατρ. η υπέρταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperpiesis < υπερ-* + πίεσις].
Dictionary of Greek. 2013.